συνέριθος

συνέριθος
συνέρῑθος, ,
A fellow-worker, helpmate, esp. one who is hired to assist in domestic work, as spinning or sewing, Od.6.32, PEnteux.30.3 (iii B.C.), AP9.89 (Phil.), etc.;

Μοῦσα . . μήτ' ἔλθῃς σ. αὐτοῖς Ar.Pax 786

(lyr.);

Κύπρις σ. ἀέθλων A.R.3.942

; σ. τέχναι assistant arts, Pl. R.533d;

ὅσαι ταύταις εἰσὶ σ. τέχναι Id.Lg.889d

: less freq. as masc. Adj.,

σ. ἄτρακτος AP7.726

(Leon.);

λύχνος συνέριθος ὀδυνάων Musae. 11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • συνέριθος — συνέρῑθος , συνέριθος fellow worker fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνερίθω — συνερί̱θω , συνέριθος fellow worker fem nom/voc/acc dual συνερί̱θω , συνέριθος fellow worker fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνερίθοις — συνερί̱θοις , συνέριθος fellow worker fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερίθοις — συνερί̱θοις , συνέριθος fellow worker fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερίθου — συνερί̱θου , συνέριθος fellow worker fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερίθους — συνερί̱θους , συνέριθος fellow worker fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερίθων — συνερί̱θων , συνέριθος fellow worker fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερίθῳ — συνερί̱θῳ , συνέριθος fellow worker fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέριθοι — συνέρῑθοι , συνέριθος fellow worker fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέριθον — συνέρῑθον , συνέριθος fellow worker fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”